- παιδομετρία
- ηκλάδος τής παιδολογίας και τής πειραματικής παιδαγωγικής που ασχολείται με τη μέτρηση τών οργάνων τού σώματος, καθώς και τών ψυχικών και διανοητικών λειτουργιών και ικανοτήτων τού παιδιού, αλλ. παιδομετρική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδομετρία — παιδομετρία, η και παιδομετρική, η πραχτικός κλάδος της πειραματικής παιδαγωγικής και παιδολογίας που ασχολείται με τη μέτρηση των μερών του σώματος και των ψυχικών δεξιοτήτων των παιδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδομετρικός — ή, ό [παιδομετρία] 1. αυτός που αναφέρεται στην παιδομετρία 2. το θηλ. ως ουσ. η παιδομετρική η παιδομετρία … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek